- χαμαίπους
- -ουν, Α(συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζός («χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτί-πους, ὑψί-πους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμαίπους — going on foot masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHAMAEPI — Parochi et Paranymphi, apud Romanos, dicti sunt amici velconsanguinei, quotum duo Sponsam, nocturno tempore, flammeô velatam et carpentô seu pilentô vectam, in domum mariti futuri deducebant ac comitabantur. Thom. Dempster. in Ioh. Rosini Antiqq … Hofmann J. Lexicon universale
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek